συγκατέζευκται

συγκατέζευκται
συγκαταζεύγνυμι
yoke together
perf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκαταζεύγνυμι — Α 1. συνδέω με γάμο, παντρεύω («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῡντα συγκαταζεῡξαι ταῑς χηρευούσαις γυναιξί», Πλούτ.) 2. μέσ. συγκαταζεύγνυμαι μτφ. δένω τη ζωή μου με κάτι («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταζεύγνυμι «ζεύω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”